- προσεβλήθη
- προσβάλλωstrikeaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χημειοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα… … Dictionary of Greek
Αδρίας — I Αρχαία ονομασία της Αδριατικής θάλασσας. Λεγόταν επίσης και ΑδριακόςΑδριατικόν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (Α 163) πως οι Φωκαείς, οι πρώτοι από τους Έλληνες που έκαναν μακρινά ταξίδια, έφτασαν πρώτοι στην Αδριατική: «...Τον τε Αδρίην και την Ιβηρίην … Dictionary of Greek
Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… … Dictionary of Greek
Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… … Dictionary of Greek
Ιωάννα η Τρελή — (Τολέδο 1479 Τορντεσίλιας, Βαγιαδολίδ 1555).Βασίλισσα της Καστίλης (1504 9). Κόρη του Φερδινάνδου E’ της Αραγονίας και της Ισαβέλλας της Καστίλης, παντρεύτηκε το 1496 τον Φίλιππο τον Ωραίο, αρχιδούκα της Αυστρίας, με τον οποίο απέκτησε (1500) τον … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Καραβάτζιο, Μικελάντζελο Μερίζι — (Michelangelo Merisi Caravaggio, Μιλάνο 1571 – Πόρτο Έρκολε, Γκροσέτο; 1610). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ανανεωτές της ιταλικής ζωγραφικής. Ήταν γιος του Φέρμο Μερίζι, οικονόμου του μαρκησίου του Καραβάτζιο (περιοχή απ’… … Dictionary of Greek
Λαμπέτη, Έλλη — (Βίλια Αττικής 1926 – Νέα Υόρκη 1983). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού του θεάτρου Έλλης Λούπου. Υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές όσο και χαρισματικές πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου και δευτερευόντως του κινηματογράφου που επηρέασε… … Dictionary of Greek
Λεντς, Γιάκομπ Μίκαελ Ράινχολντ — (Jakob Michael Reinhold Lenz, Τσέσβαν, Λετονία 1751 – Μόσχα 1792). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής. Το 1759 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Τάρτου της Εσθονίας και ο Λ. σύντομα ξεκίνησε να συνθέτει θρησκευτικές ωδές. Σπούδασε… … Dictionary of Greek
Λεπτίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος πολιτικός (; – περ. 345 π.Χ.). Το 356 πρότεινε να καταργηθούν όλες οι φορολογικές απαλλαγές οι οποίες είχαν χορηγηθεί στο παρελθόν ως ανταμοιβή για δημόσιες υπηρεσίες. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε … Dictionary of Greek